τραγούδημα

τραγούδημα
το, Ν [τραγουδώ]
εκτέλεση μελωδίας, απόδοση άσματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραύξησις — ἡσεως, ἡ, ΜΑ [παραυξάνω] 1. μεγέθυνση, αύξηση 2. (για τη Σελήνη) πλήρωση, γέμιση 3. αύξηση τής εντάσεως 4. μαθημ. προοδευτική αύξηση παράλληλων σειρών αρχ. 1. επαύξηση με προσθήκη τεμαχίων ή μερών 2. μετρική μήκυνση, έκταση 3. τραγούδημα σε… …   Dictionary of Greek

  • πατινάδα — και ματινάδα και μαντινάδα, η 1. ερωτικό άσμα που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας ή άλλων οργάνων κατά τη νύχτα στους δρόμους 2. (ειδικά στην Κρήτη) ερωτικό δίστιχο 3. συνεκδ. η ενασχόληση με το τραγούδημα ερωτικών ασμάτων κατά τη νύχτα στους… …   Dictionary of Greek

  • ρεσπονσοριακός — ή, ό, Ν φρ. «ρεσπονσοριακό τραγούδημα» μουσ. ύφος τραγουδήματος κατά το οποίο ο κορυφαίος τραγουδιστής εναλλάσσεται με τη χορωδία, ύφος που απαντά στη λαϊκή μουσική πολλών πολιτισμών, όπως τών Αμερικανών Ινδιάνων ή τών Αφρικανών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ψιλοτραγούδημα — το, ατος τραγούδημα με σιγανή φωνή, σιγανοτραγούδημα: Όταν έφαγαν καλά, άρχισαν το ψιλοτραγούδημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”